ξεβράκωτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kseˈvɾa.ko.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐βρά‐κω‐τη
- ομόηχο: ξεβράκωτοι
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ξεβράκωτη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ξεβράκωτος