ξεγοφιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεγοφιάζω < ξε- + γοφ(ός) + -ιάζω [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kse.ɣoˈfça.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐γο‐φιά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεγοφιάζω, αόρ.: ξεγόφιασα, παθ.φωνή: ξεγοφιάζομαι, π.αόρ.: ξεγοφιάστηκα, μτχ.π.π.: ξεγοφιασμένος

  1. προκαλώ σε κάποιον εξάρθρωση του γοφού
  2. καταπονώ κάποιον με μια σωματική δραστηριότητα που κουράζει τα πόδια και τους γοφούς
    μας ξεγόφιασε στο χορό
    Πήγα να κάνω γυμναστική στα 60 τρομάρα μου και ξεγοφιάστηκα
     συνώνυμα: εξαντλώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ξε- και γοφός

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]