ξεγοφιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.ɣoˈfça.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐γο‐φιά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεγοφιάζω, αόρ.: ξεγόφιασα, παθ.φωνή: ξεγοφιάζομαι, π.αόρ.: ξεγοφιάστηκα, μτχ.π.π.: ξεγοφιασμένος
- προκαλώ σε κάποιον εξάρθρωση του γοφού
- καταπονώ κάποιον με μια σωματική δραστηριότητα που κουράζει τα πόδια και τους γοφούς
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ξε- και γοφός
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεγοφιάζω | ξεγόφιαζα | θα ξεγοφιάζω | να ξεγοφιάζω | ξεγοφιάζοντας | |
β' ενικ. | ξεγοφιάζεις | ξεγόφιαζες | θα ξεγοφιάζεις | να ξεγοφιάζεις | ξεγόφιαζε | |
γ' ενικ. | ξεγοφιάζει | ξεγόφιαζε | θα ξεγοφιάζει | να ξεγοφιάζει | ||
α' πληθ. | ξεγοφιάζουμε | ξεγοφιάζαμε | θα ξεγοφιάζουμε | να ξεγοφιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεγοφιάζετε | ξεγοφιάζατε | θα ξεγοφιάζετε | να ξεγοφιάζετε | ξεγοφιάζετε | |
γ' πληθ. | ξεγοφιάζουν(ε) | ξεγόφιαζαν ξεγοφιάζαν(ε) |
θα ξεγοφιάζουν(ε) | να ξεγοφιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεγόφιασα | θα ξεγοφιάσω | να ξεγοφιάσω | ξεγοφιάσει | ||
β' ενικ. | ξεγόφιασες | θα ξεγοφιάσεις | να ξεγοφιάσεις | ξεγόφιασε | ||
γ' ενικ. | ξεγόφιασε | θα ξεγοφιάσει | να ξεγοφιάσει | |||
α' πληθ. | ξεγοφιάσαμε | θα ξεγοφιάσουμε | να ξεγοφιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεγοφιάσατε | θα ξεγοφιάσετε | να ξεγοφιάσετε | ξεγοφιάστε | ||
γ' πληθ. | ξεγόφιασαν ξεγοφιάσαν(ε) |
θα ξεγοφιάσουν(ε) | να ξεγοφιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεγοφιάσει | είχα ξεγοφιάσει | θα έχω ξεγοφιάσει | να έχω ξεγοφιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεγοφιάσει | είχες ξεγοφιάσει | θα έχεις ξεγοφιάσει | να έχεις ξεγοφιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεγοφιάσει | είχε ξεγοφιάσει | θα έχει ξεγοφιάσει | να έχει ξεγοφιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεγοφιάσει | είχαμε ξεγοφιάσει | θα έχουμε ξεγοφιάσει | να έχουμε ξεγοφιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεγοφιάσει | είχατε ξεγοφιάσει | θα έχετε ξεγοφιάσει | να έχετε ξεγοφιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεγοφιάσει | είχαν ξεγοφιάσει | θα έχουν ξεγοφιάσει | να έχουν ξεγοφιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεγοφιάζομαι | ξεγοφιαζόμουν(α) | θα ξεγοφιάζομαι | να ξεγοφιάζομαι | ||
β' ενικ. | ξεγοφιάζεσαι | ξεγοφιαζόσουν(α) | θα ξεγοφιάζεσαι | να ξεγοφιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | ξεγοφιάζεται | ξεγοφιαζόταν(ε) | θα ξεγοφιάζεται | να ξεγοφιάζεται | ||
α' πληθ. | ξεγοφιαζόμαστε | ξεγοφιαζόμαστε ξεγοφιαζόμασταν |
θα ξεγοφιαζόμαστε | να ξεγοφιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεγοφιάζεστε | ξεγοφιαζόσαστε ξεγοφιαζόσασταν |
θα ξεγοφιάζεστε | να ξεγοφιάζεστε | (ξεγοφιάζεστε) | |
γ' πληθ. | ξεγοφιάζονται | ξεγοφιάζονταν ξεγοφιαζόντουσαν |
θα ξεγοφιάζονται | να ξεγοφιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεγοφιάστηκα | θα ξεγοφιαστώ | να ξεγοφιαστώ | ξεγοφιαστεί | ||
β' ενικ. | ξεγοφιάστηκες | θα ξεγοφιαστείς | να ξεγοφιαστείς | ξεγοφιάσου | ||
γ' ενικ. | ξεγοφιάστηκε | θα ξεγοφιαστεί | να ξεγοφιαστεί | |||
α' πληθ. | ξεγοφιαστήκαμε | θα ξεγοφιαστούμε | να ξεγοφιαστούμε | |||
β' πληθ. | ξεγοφιαστήκατε | θα ξεγοφιαστείτε | να ξεγοφιαστείτε | ξεγοφιαστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεγοφιάστηκαν ξεγοφιαστήκαν(ε) |
θα ξεγοφιαστούν(ε) | να ξεγοφιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεγοφιαστεί | είχα ξεγοφιαστεί | θα έχω ξεγοφιαστεί | να έχω ξεγοφιαστεί | ξεγοφιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεγοφιαστεί | είχες ξεγοφιαστεί | θα έχεις ξεγοφιαστεί | να έχεις ξεγοφιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεγοφιαστεί | είχε ξεγοφιαστεί | θα έχει ξεγοφιαστεί | να έχει ξεγοφιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεγοφιαστεί | είχαμε ξεγοφιαστεί | θα έχουμε ξεγοφιαστεί | να έχουμε ξεγοφιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεγοφιαστεί | είχατε ξεγοφιαστεί | θα έχετε ξεγοφιαστεί | να έχετε ξεγοφιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεγοφιαστεί | είχαν ξεγοφιαστεί | θα έχουν ξεγοφιαστεί | να έχουν ξεγοφιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεγοφιασμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεγοφιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεγοφιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεγοφιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεγοφιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεγοφιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεγοφιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεγοφιασμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ ξεγοφιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.