ξεγοφιάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξεγοφιάρα οι ξεγοφιάρες
      γενική της ξεγοφιάρας
    αιτιατική την ξεγοφιάρα τις ξεγοφιάρες
     κλητική ξεγοφιάρα ξεγοφιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεγοφιάρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεγοφιάρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]