ξεγοφιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεγοφιάρης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεγοφιάρης αρσενικό και ξεγγοφιάρης
- αυτός που του έχουν βγει ο/οι γοφοί, → δείτε τη λέξη ξεγοφιασμένος
- (μεταφορικά) αυτός που αισθάνεται τόσο εξαντλημένος από την κούραση σαν να του έχουν εξαρθρωθεί τα μέλη του
- (παροιμία) το πρωί ήσουν καβαλάρης και το βράδυ ξεγοφιάρης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεγοφιάρης
|