ξεγυμνώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεγυμνώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεγυμνώνω

ξεγυμνώνομαι

  1. βγάζω όλα τα ρούχα μου και μένω τελείως γυμνός
  2. (μεταφορικά) αποκαλύπτω τα μυστικά μου και τις αδυναμίες μου και μένω εκτεθειμένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]