ξεγόφιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεγόφιασμα τα ξεγοφιάσματα
      γενική του ξεγοφιάσματος των ξεγοφιασμάτων
    αιτιατική το ξεγόφιασμα τα ξεγοφιάσματα
     κλητική ξεγόφιασμα ξεγοφιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεγόφιασμα < ξεγοφιάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεγόφιασμα ουδέτερο

  • ο πόνος στο γοφό, σαν αυτός να εξαρθρώθηκε, ύστερα από απότομη κίνηση ή γενικά από καταπόνηση της συγκεκριμένης άρθρωσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]