ξεγύμνωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεγύμνωμα < ξεγυμνώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεγύμνωμα ουδέτερο
- η αποβολή των ρούχων
- Είναι ωραία η πλάζ των γυμνιστών αλλά στη γυναίκα μου δεν αρέσει το ξεγύμνωμα
- (μεταφορικά) η αποβολή όλων όσων συγκαλύπτουν την αλήθεια, η αποκάλυψή της και η έκθεση των τυχόν ενόχων ή υπαιτίων μιας κατάστασης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεγύμνωμα
|