ξεζουμάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεζουμάρω < ξε- + ζουμάρω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική zoom out
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεζουμάρω