ξεθαρρεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεθαρρεύω < μεσαιωνική ελληνική λέξη από τα ξε + θαρρεύω < (ελληνιστική κοινή) ἐκθαρρέω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεθαρρεύω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεθαρρεύω | ξεθάρρευα | θα ξεθαρρεύω | να ξεθαρρεύω | ξεθαρρεύοντας | |
β' ενικ. | ξεθαρρεύεις | ξεθάρρευες | θα ξεθαρρεύεις | να ξεθαρρεύεις | ξεθάρρευε | |
γ' ενικ. | ξεθαρρεύει | ξεθάρρευε | θα ξεθαρρεύει | να ξεθαρρεύει | ||
α' πληθ. | ξεθαρρεύουμε | ξεθαρρεύαμε | θα ξεθαρρεύουμε | να ξεθαρρεύουμε | ||
β' πληθ. | ξεθαρρεύετε | ξεθαρρεύατε | θα ξεθαρρεύετε | να ξεθαρρεύετε | ξεθαρρεύετε | |
γ' πληθ. | ξεθαρρεύουν(ε) | ξεθάρρευαν ξεθαρρεύαν(ε) |
θα ξεθαρρεύουν(ε) | να ξεθαρρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεθάρρεψα | θα ξεθαρρέψω | να ξεθαρρέψω | ξεθαρρέψει | ||
β' ενικ. | ξεθάρρεψες | θα ξεθαρρέψεις | να ξεθαρρέψεις | ξεθάρρεψε | ||
γ' ενικ. | ξεθάρρεψε | θα ξεθαρρέψει | να ξεθαρρέψει | |||
α' πληθ. | ξεθαρρέψαμε | θα ξεθαρρέψουμε | να ξεθαρρέψουμε | |||
β' πληθ. | ξεθαρρέψατε | θα ξεθαρρέψετε | να ξεθαρρέψετε | ξεθαρρέψτε | ||
γ' πληθ. | ξεθάρρεψαν ξεθαρρέψαν(ε) |
θα ξεθαρρέψουν(ε) | να ξεθαρρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεθαρρέψει | είχα ξεθαρρέψει | θα έχω ξεθαρρέψει | να έχω ξεθαρρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεθαρρέψει | είχες ξεθαρρέψει | θα έχεις ξεθαρρέψει | να έχεις ξεθαρρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεθαρρέψει | είχε ξεθαρρέψει | θα έχει ξεθαρρέψει | να έχει ξεθαρρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεθαρρέψει | είχαμε ξεθαρρέψει | θα έχουμε ξεθαρρέψει | να έχουμε ξεθαρρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεθαρρέψει | είχατε ξεθαρρέψει | θα έχετε ξεθαρρέψει | να έχετε ξεθαρρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεθαρρέψει | είχαν ξεθαρρέψει | θα έχουν ξεθαρρέψει | να έχουν ξεθαρρέψει |
|