ξεθεμελιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεθεμελιώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεθεμελιώνω

  1. γκρεμίζω ένα οικοδόμημα από τα θεμέλια
     συνώνυμα: κατεδαφίζω
  2. (μεταφορικά) καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, ολοσχερώς

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]