ξεθυμώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεθυμώνω < ξε- + θυμώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεθυμώνω

  1. (αμετάβατο) ηρεμώ, παύω να είμαι θυμωμένος
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να ηρεμίσει

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]