ξεκάθαρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκάθαρα < ξεκάθαρ(ος) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kseˈka.θa.ɾa/

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξεκάθαρα

  • με σαφήνεια, χωρίς αοριστολογίες
    Θα το πω ξεκάθαρα: αυτός έδιωξε τον κόσμο από το γήπεδο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ξεκάθαρα