ξεκαλοκαίριασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκαλοκαίριασμα τα ξεκαλοκαιριάσματα
      γενική του ξεκαλοκαιριάσματος των ξεκαλοκαιριασμάτων
    αιτιατική το ξεκαλοκαίριασμα τα ξεκαλοκαιριάσματα
     κλητική ξεκαλοκαίριασμα ξεκαλοκαιριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκαλοκαίριασμα < ξεκαλοκαιριάζω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεκαλοκαίριασμα ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]