ξεκαρδιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκαρδιστικός < ξεκαρδίζω
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ξεκαρδιστικός
- που προκαλεί μεγάλο γέλιο
ξεκαρδιστικός