ξεκλείδωτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεκλείδωτα < ξεκλείδωτος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]ξεκλείδωτα
- χωρίς να έχει κλειδωθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κλειδί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεκλείδωτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ξεκλείδωτος