ξεκουράζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκουράζω < ξε- + κουράζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεκουράζω, παθητικό: ξεκουράζομαι

ένα χλιαρό μπάνιο πάντα με ξεκουράζει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]