ξεκουφαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκουφαίνω: ξε- + κουφαίνω < αρχαία ελληνική ἐκκωφόω, -ῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεκουφαίνω
- (σε σχήμα υπερβολής) φωνάζω ή θορυβώ τόσο δυνατά ώστε να προκαλέσω κώφωση σε αυτόν που ακούει
- προξενώ εξαιρετικά μεγάλη έκπληξη σε κάποιον λέγοντάς του κάτι ολότελα παράδοξο και απρόσμενο
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκουφαίνω | ξεκούφαινα | θα ξεκουφαίνω | να ξεκουφαίνω | ξεκουφαίνοντας | |
β' ενικ. | ξεκουφαίνεις | ξεκούφαινες | θα ξεκουφαίνεις | να ξεκουφαίνεις | ξεκούφαινε | |
γ' ενικ. | ξεκουφαίνει | ξεκούφαινε | θα ξεκουφαίνει | να ξεκουφαίνει | ||
α' πληθ. | ξεκουφαίνουμε | ξεκουφαίναμε | θα ξεκουφαίνουμε | να ξεκουφαίνουμε | ||
β' πληθ. | ξεκουφαίνετε | ξεκουφαίνατε | θα ξεκουφαίνετε | να ξεκουφαίνετε | ξεκουφαίνετε | |
γ' πληθ. | ξεκουφαίνουν(ε) | ξεκούφαιναν ξεκουφαίναν(ε) |
θα ξεκουφαίνουν(ε) | να ξεκουφαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκούφανα | θα ξεκουφάνω | να ξεκουφάνω | ξεκουφάνει | ||
β' ενικ. | ξεκούφανες | θα ξεκουφάνεις | να ξεκουφάνεις | ξεκούφανε | ||
γ' ενικ. | ξεκούφανε | θα ξεκουφάνει | να ξεκουφάνει | |||
α' πληθ. | ξεκουφάναμε | θα ξεκουφάνουμε | να ξεκουφάνουμε | |||
β' πληθ. | ξεκουφάνατε | θα ξεκουφάνετε | να ξεκουφάνετε | ξεκουφάνετε | ||
γ' πληθ. | ξεκούφαναν ξεκουφάναν(ε) |
θα ξεκουφάνουν(ε) | να ξεκουφάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκουφάνει | είχα ξεκουφάνει | θα έχω ξεκουφάνει | να έχω ξεκουφάνει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκουφάνει | είχες ξεκουφάνει | θα έχεις ξεκουφάνει | να έχεις ξεκουφάνει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκουφάνει | είχε ξεκουφάνει | θα έχει ξεκουφάνει | να έχει ξεκουφάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκουφάνει | είχαμε ξεκουφάνει | θα έχουμε ξεκουφάνει | να έχουμε ξεκουφάνει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκουφάνει | είχατε ξεκουφάνει | θα έχετε ξεκουφάνει | να έχετε ξεκουφάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκουφάνει | είχαν ξεκουφάνει | θα έχουν ξεκουφάνει | να έχουν ξεκουφάνει |
|
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκουφαίνω
|