ξεκούμπισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκούμπισμα < ξεκουμπίζω, ξεκουμπισ- + -μα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kseˈku.bi.zma/ & /kseˈkum.bi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐κού‐μπι‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκούμπισμα ουδέτερο [1]
- (υβριστικό) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκουμπίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκούμπισμα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ξεκουμπίζω (& ξεκούμπισμα) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)