ξεκούμπωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκούμπωτος < ξεκουμπώνω + -τος < ξε- + κουμπί
Επίθετο[επεξεργασία]
ξεκούμπωτος
- που δεν είναι κουμπωμένος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ξεκούμπωτα
- → δείτε τη λέξη κουμπί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκούμπωτος
|