ξεκρέμαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ξεκρέμαστος, -η, -ο
- που δεν κρέμεται από κάποιο σημείο
- έχει περάσει ένας μήνας από τότε που μετακομίσαμε και ακόμα όλοι οι πίνακες είναι ακόμα ξεκρέμαστοι
- (μεταφορικά) που δεν έχει κάποιον/ κάτι να τον στηρίξει υλικά ή/και ηθικά
- περιμένω να έρθεις στο δικαστήριο για μάρτυρας. Μη με αφήσεις ξεκρέμαστο