ξεκρίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκρίνω < αρχαία ελληνική ἐκκρίνω < εκ + κρίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεκρίνω

  • ξεχωρίζω κάτι που φαίνεται από μακριά, όχι πολύ καθαρά.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • διακρίνω
    ※  Κάτω από το φως του λυχναριού ξέκρινα καθαρά τα μάτια του στενοχωρημένα κι ανήσυχα. (Νίκος Καζαντζάκης Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]