ξεκρεμῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεκρεμῶ < μεσαιωνική ελληνική ξεκρεμῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεκρεμῶ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεκρεμῶ < συνηρημένος τύπος του ξεκρεμάω < ξε- + κρεμάω < ελληνιστική κοινή ή μεταγενέστερη κρεμάω και κρεμνάω < αρχαία ελληνική κρεμάννυμι
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεκρεμῶ
- αποκαθηλώνω κάτι, από τον πάσσαλο, αποκαθηλώνω κάποιον από το σταυρό
- ξεκρεμώ κάτι (τα ρούχα τα απλωμένα)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)