ξεκρεμῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκρεμῶ < μεσαιωνική ελληνική ξεκρεμῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεκρεμῶ



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκρεμῶ < συνηρημένος τύπος του ξεκρεμάω < ξε- + κρεμάω < ελληνιστική κοινή ή μεταγενέστερη κρεμάω και κρεμνάω < αρχαία ελληνική κρεμάννυμι

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεκρεμῶ

  1. αποκαθηλώνω κάτι, από τον πάσσαλο, αποκαθηλώνω κάποιον από το σταυρό
  2. ξεκρεμώ κάτι (τα ρούχα τα απλωμένα)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]