ξεκόβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκόβω < μεσαιωνική ελληνική ξεκόβω < ξε και κόβω < κόπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεκόβω και ξεκόφτω
- (αργκό) διακόπτω σχέσεις, δραστηριότητα
- ξέκοψε απ' τις κακές παρέες
- απαντώ αρνητικά με απόλυτο τρόπο
- Του το ξέκοψα, μπορεί να είμαστε αδέλφια, αλλά αυτή τη χάρη δεν το την κάνω