ξεκόλλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκόλλημα ουδέτερο
- το να αποσπάται κάτι από από ένα σημείο στο οποίο ήταν στερεωμένο με συγκολλητική ύλη
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) η απόσπαση από μια έμμονη ιδέα ή κάτι που λειτουργεί δεσμευτικά κατά παρόμοιο τρόπο και περιορίζει την ελευθερία σκέψης, δράσης, επιλογής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκόλλημα