ξεκόλλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκόλλητος η ξεκόλλητη το ξεκόλλητο
      γενική του ξεκόλλητου της ξεκόλλητης του ξεκόλλητου
    αιτιατική τον ξεκόλλητο την ξεκόλλητη το ξεκόλλητο
     κλητική ξεκόλλητε ξεκόλλητη ξεκόλλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκόλλητοι οι ξεκόλλητες τα ξεκόλλητα
      γενική των ξεκόλλητων των ξεκόλλητων των ξεκόλλητων
    αιτιατική τους ξεκόλλητους τις ξεκόλλητες τα ξεκόλλητα
     κλητική ξεκόλλητοι ξεκόλλητες ξεκόλλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκόλλητος < ξεκολλώ

Επίθετο[επεξεργασία]

ξεκόλλητος

  1. που ήταν κολλημένος και τώρα έχει ξεκολλήσει, ο ξεκολλημένος
  2. που έπρεπε να κολληθεί σε μία θέση αλλά δεν έχει κολλήσει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]