ξελαφρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξελαφρώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐξαλαφρώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξελαφρώνω ( & ξαλαφρώνω), παθ. μτχ.: ξελαφρωμένος

  • αποβάλλω ένα βάρος ψυχικό ή υλικό


Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]