ξελειτουργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξελειτουργώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξελειτουργώ

  1. (αμετάβατο) φεύγω από την εκκλησία αφού τελειώσει η Θεία Λειτουργία
  2. (μεταβατικό) (για ιερέα) τελειώνω τη Θεία Λειτουργία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]