ξελειτουργώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξελειτουργώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ξελειτουργώ
- (αμετάβατο) φεύγω από την εκκλησία αφού τελειώσει η Θεία Λειτουργία
- (μεταβατικό) (για ιερέα) τελειώνω τη Θεία Λειτουργία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξελειτουργώ
|