ξελεχωνεύω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kse.le.xoˈne.vo/
Ρήμα
[επεξεργασία]ξελεχωνεύω
- (δημοτική) ξεγεννώ
- ※ την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη 1797‑1864)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξελεχωνεύω
|
|