Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξελογιάστρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξελογιάστρα οι ξελογιάστρες
      γενική της ξελογιάστρας των ξελογιαστρών
    αιτιατική την ξελογιάστρα τις ξελογιάστρες
     κλητική ξελογιάστρα ξελογιάστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξελογιάστρα < ξελογιαστής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξελογιάστρα θηλυκό

 δείτε τη λέξη ξελογιαστής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]