ξεμαγάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμαγάρισμα τα ξεμαγαρίσματα
      γενική του ξεμαγαρίσματος των ξεμαγαρισμάτων
    αιτιατική το ξεμαγάρισμα τα ξεμαγαρίσματα
     κλητική ξεμαγάρισμα ξεμαγαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμαγάρισμα < ξε- + μαγάρισμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεμαγάρισμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση της βρώμας, το καθάρισμα
  2. (μεταφορικά) η απομάκρυνση της διαφθοράς
    αυτός ο τόπος χρειάζεται ξεμαγάρισμα, να φύγουν όλοι οι κλέφτες οι πολιτικοί!

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]