ξεμαγάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεμαγάρισμα ουδέτερο
- η αφαίρεση της βρώμας, το καθάρισμα
- (μεταφορικά) η απομάκρυνση της διαφθοράς
- αυτός ο τόπος χρειάζεται ξεμαγάρισμα, να φύγουν όλοι οι κλέφτες οι πολιτικοί!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμαγάρισμα
|