ξεμακραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμακραίνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεμακραίνω

  • απομακρύνομαι, κινούμαι ώστε να φτάσω σε μια σχετικά μεγάλη απόσταση από κάποιον ή κάτι
    ※  Καμιά φορά τα απογεύματα ξεμάκραινε από το υποστατικό και πήγαινε μέχρι την παραλία. (Νίκος Θέμελης, (2014) Η αναχώρηση [μυθιστόρημα])

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]