ξεμανίκωτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ξεμανίκωτος, -η, -ο
- που δεν έχει μανίκια
- ⮡ φόραγε μόνο ένα ξεμανίκωτο φόρεμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεμανίκωτος
|