ξενέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ξενέρα
      γενική της ξενέρας
    αιτιατική την ξενέρα
     κλητική ξενέρα
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενέρα < ξενερ(ώνω) + κατάληξη θηλυκού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξενέρα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]