ξενέρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξενέρωμα < ξενερ(ώνω) + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξενέρωμα ουδέτερο
- (σπάνιο) (κυριολεκτικά) προσθήκη νερού σε κρασί
- μεταστροφή θετικής γνώμης συνήθως λόγω δυσαρέσκειας
- παύση θετικού κλίματος (εκλαμβανόμενου συναισθηματικά) συνήθως με μεταστροφή σε αρνητικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξενέρωμα