ξενερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενερώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξενερωμένος, -η, -ο
→ δείτε τη λέξη ξενερώνω
- αυτός που ενώ αρχικά ήταν ενθουσιασμένος με κάτι (ή είχε καλή γνώμη για κάτι), μετά έχασε το πάθος του ή άλλαξε γνώμη, (συνήθως) γιατί συνέβει κάτι αρνητικό που προκάλεσε αυτήν την μεταστροφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενερωμένος