ξενερωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενερωμένος η ξενερωμένη το ξενερωμένο
      γενική του ξενερωμένου της ξενερωμένης του ξενερωμένου
    αιτιατική τον ξενερωμένο την ξενερωμένη το ξενερωμένο
     κλητική ξενερωμένε ξενερωμένη ξενερωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενερωμένοι οι ξενερωμένες τα ξενερωμένα
      γενική των ξενερωμένων των ξενερωμένων των ξενερωμένων
    αιτιατική τους ξενερωμένους τις ξενερωμένες τα ξενερωμένα
     κλητική ξενερωμένοι ξενερωμένες ξενερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενερώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξενερωμένος, -η, -ο
→ δείτε τη λέξη ξενερώνω

  • αυτός που ενώ αρχικά ήταν ενθουσιασμένος με κάτι (ή είχε καλή γνώμη για κάτι), μετά έχασε το πάθος του ή άλλαξε γνώμη, (συνήθως) γιατί συνέβει κάτι αρνητικό που προκάλεσε αυτήν την μεταστροφή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]