ξενηλατέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενηλατέω-ξενηλατῶ
- διώχνω τους ξένους, αυτούς που έχουν άλλη πατρίδα
- (μεταγενέστερο) εξορίζω πολίτες
- ...μετὰ τιμωρίας ἀπέθνησκον, οἱ δὲ διαφυγόντες ἐκ πάσης ἐξενηλατοῦντο τῆς Ἑλλάδος : {όσοι μέμφονταν τη βασιλική οικογένεια των Μακεδόνων )σκοτώνονταν σκληρά και όσοι ξέφευγαν εξορίζονταν από όλα τα μέρη της Ελλάδας