ξενηστικωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενηστικωμένος η ξενηστικωμένη το ξενηστικωμένο
      γενική του ξενηστικωμένου της ξενηστικωμένης του ξενηστικωμένου
    αιτιατική τον ξενηστικωμένο την ξενηστικωμένη το ξενηστικωμένο
     κλητική ξενηστικωμένε ξενηστικωμένη ξενηστικωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενηστικωμένοι οι ξενηστικωμένες τα ξενηστικωμένα
      γενική των ξενηστικωμένων των ξενηστικωμένων των ξενηστικωμένων
    αιτιατική τους ξενηστικωμένους τις ξενηστικωμένες τα ξενηστικωμένα
     κλητική ξενηστικωμένοι ξενηστικωμένες ξενηστικωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενηστικωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξενηστικώνω, μετοχή παρακειμένου του ρήματος ξενηστικώνομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kse.ni.sti.koˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐νη‐στι‐κω‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

ξενηστικωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]