ξενηστικωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενηστικωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξενηστικώνω, μετοχή παρακειμένου του ρήματος ξενηστικώνομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.ni.sti.koˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐νη‐στι‐κω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ξενηστικωμένος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενηστικωμένος
|