ξενικούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξενικούρα | οι | ξενικούρες |
γενική | της | ξενικούρας | — | |
αιτιατική | την | ξενικούρα | τις | ξενικούρες |
κλητική | ξενικούρα | ξενικούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενικούρα < ξενικ(ός) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενικούρα θηλυκό
- (αργκό) γενική λέξη για τις λέξεις ή εκφράσεις που μοιάζουν ή προέρχονται από ξένες αντίστοιχες και ξενίζουν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενικούρα
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -ούρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)