ξενοδοχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενοδοχία < αρχαία ελληνική ξενοδοχία < ξενοδόχος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.no.ðoˈçia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐νο‐δο‐χί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενοδοχία θηλυκό
- (λόγιο) (σπάνιο) το σύνολο των καταλυμάτων και των πρακτικών που εξυπηρετούν ταξιδιώτες / περιηγητές
- ※ Σε όλα αυτά τα έργα, η επαγγελματική ξενοδοχία παρέμενε στη σκιά της φιλανθρωπικής και δεν προσέλκυσε το ενδιαφέρον των μελετητών. Αυτό το κενό οδήγησε σε σύγχυση των διαφόρων τύπων καταλυμάτων και στις μελέτες που παρέπεμπαν στο έργο του Κουκουλέ, το οποίο αντιγράφουν και πρόσφατες δημοσιεύσεις. (Στυλιανή Σταβέλα, Η ξενοδοχία στο Βυζάντιο, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Τομέας Αρχαίας και Μεσαιωνικής Ιστορίας, Ιωάννινα 1998, σελ. 1–2.)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενοδοχία
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ξενοδοχίᾱ | αἱ | ξενοδοχίαι |
γενική | τῆς | ξενοδοχίᾱς | τῶν | ξενοδοχιῶν |
δοτική | τῇ | ξενοδοχίᾳ | ταῖς | ξενοδοχίαις |
αιτιατική | τὴν | ξενοδοχίᾱν | τὰς | ξενοδοχίᾱς |
κλητική ὦ! | ξενοδοχίᾱ | ξενοδοχίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξενοδοχίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ξενοδοχίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενοδοχία θηλυκό
- αποδοχή και περιποίηση ξένου / φιλοξενουμένου
Πηγές[επεξεργασία]
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ξενοδοχία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξενοδοχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)