ξενοιασιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξενοιασιά | οι | ξενοιασιές |
γενική | της | ξενοιασιάς | των | ξενοιασιών |
αιτιατική | την | ξενοιασιά | τις | ξενοιασιές |
κλητική | ξενοιασιά | ξενοιασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενοιασιά < ξενοιάζω ξενοιασ- + -ιά[1]. Δείτε και το μεσαιωνικό ξέγνοιαστος και ἀξέγνοιαστος < ξε- και ἐγνοιάζομαι < ἔννοια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενοιασιά θηλυκό (& ξεγνοιασιά)
- η ανεμελιά, η αίσθηση ότι είσαι αμέριμνος, δικαιολογημένα ανεύθυνος, ότι δεν κουβαλάς ψυχικό βάρος ή υποχρεώσεις, ότι είσαι ελεύθερος από κάθε έγνοια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ξένοιαστος και ξέγνοιαστος
- ξένοιαστα και ξέγνοιαστα επίρρημα
- ξενοιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενοιασιά
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ξενοιασιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ξε- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)