ξενοκληρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενοκληρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενοκληρία θηλυκό
- (νομικός όρος) το νομικό δικαίωμα ενός ηγεμόνα και στη συνέχεια του κράτους να κληρονομεί την περιουσία αλλοδαπών μετά τον θάνατο τους, όπως ίσχυε στη Γαλλία από τον μεσαιωνα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα
- (νομικός όρος) η έλειψη φυσικών κληρονόμων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενοκληρία
|