ξενομερίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενομερίτισσα < ξενομερίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενομερίτισσα θηλυκό
- θηλυκό του ξενομερίτης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξενομερίτης
ξενομερίτισσα
|