ξενοχάραγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενοχάραγος η ξενοχάραγη το ξενοχάραγο
      γενική του ξενοχάραγου της ξενοχάραγης του ξενοχάραγου
    αιτιατική τον ξενοχάραγο την ξενοχάραγη το ξενοχάραγο
     κλητική ξενοχάραγε ξενοχάραγη ξενοχάραγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενοχάραγοι οι ξενοχάραγες τα ξενοχάραγα
      γενική των ξενοχάραγων των ξενοχάραγων των ξενοχάραγων
    αιτιατική τους ξενοχάραγους τις ξενοχάραγες τα ξενοχάραγα
     κλητική ξενοχάραγοι ξενοχάραγες ξενοχάραγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενοχάραγος < ξένο + χαραγή

Επίθετο[επεξεργασία]

ξενοχάραγος,η,ο

  • (ίσως παρωχημένο ή σήμερα ιδιωματικό) παράξενη, μοναδική μορφή, suis generis, ξεχωριστή κορμοστασία (ερμηνείες του Αδαμ. Κοραή)
  • πρόσωπον ξενοχάραγον κορμήν και ἤντα πρᾶγμα
μέ τά γυμνά τά πράτζα σου, νά πεῖ δέν σώνη γράμμα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]