ξενοχάραγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ξενοχάραγος,η,ο
- (ίσως παρωχημένο ή σήμερα ιδιωματικό) παράξενη, μοναδική μορφή, suis generis, ξεχωριστή κορμοστασία (ερμηνείες του Αδαμ. Κοραή)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενοχάραγος