ξενυστάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενυστάζω < ξε και νυστάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξενυστάζω

  • κάνω κάτι για να μου φυγει η νύστα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]