ξενόγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kseˈno.ɣlo.sos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ξενόγλωσσος, -η, -ο
- αυτός που μιλάει κάποια ξένη γλώσσα
- στο μουσείο συνάντησα πολλές ομάδες ξενόγλωσσων επισκεπτών
- αυτός που εκφράζεται σε ξένη γλώσσα
- ένα ξενόγλωσσο λεξικό είναι πάντοτε χρήσιμο