ξενύχτισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξενύχτισμα τα ξενυχτίσματα
      γενική του ξενυχτίσματος των ξενυχτισμάτων
    αιτιατική το ξενύχτισμα τα ξενυχτίσματα
     κλητική ξενύχτισμα ξενυχτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενύχτισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξενύχτισμα ουδέτερο

  • η παραμονή των κοντινών προσώπων ενός νεκρού στο σπίτι του δίπλα στη σορό του κατά τη διάρκεια της νύκτας πριν από την κηδεία του, για να τον θρηνήσουν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]