ξενύχτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενύχτισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενύχτισμα ουδέτερο
- η παραμονή των κοντινών προσώπων ενός νεκρού στο σπίτι του δίπλα στη σορό του κατά τη διάρκεια της νύκτας πριν από την κηδεία του, για να τον θρηνήσουν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενύχτισμα
|