ξεπαραδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπαραδιάζω < ξε- + παράς (παράδες)

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεπαραδιάζω

  • το να κάνω κάποιον να ξοδέψει όλα του τα λεφτά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]