ξεπαραλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπαραλώ < εκπαραλώ (ξηλώνω ραφή) < εκ+ παρά + αλώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεπαραλώ