ξεπατικωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεπατικωμένος η ξεπατικωμένη το ξεπατικωμένο
      γενική του ξεπατικωμένου της ξεπατικωμένης του ξεπατικωμένου
    αιτιατική τον ξεπατικωμένο την ξεπατικωμένη το ξεπατικωμένο
     κλητική ξεπατικωμένε ξεπατικωμένη ξεπατικωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεπατικωμένοι οι ξεπατικωμένες τα ξεπατικωμένα
      γενική των ξεπατικωμένων των ξεπατικωμένων των ξεπατικωμένων
    αιτιατική τους ξεπατικωμένους τις ξεπατικωμένες τα ξεπατικωμένα
     κλητική ξεπατικωμένοι ξεπατικωμένες ξεπατικωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπατικωμένος < μετοχή παθ. παρακειμένου του ρήματος ξεπατικώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξεπατικωμένος -η -ο

  1. Αυτός που έχει αντιγραφεί με ξεπατίκωμα, πατώντας το μολύβι επάνω σε ένα άλλο σχέδιο
  2. αυτός που είναι αποτέλεσμα πλήρους αντιγραφής χωρίς καμία προσπάθεια να αποκρυφτεί το γεγονός με τεχνητές ανομοιότητες ώστε να μην είναι τόσο φανερή η διαδικασία της αντιγραφής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]