ξεπερασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεπερασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεπερνώ
Μετοχή
[επεξεργασία]ξεπερασμένος, -η, -ο
- ο παρωχημένος ή αυτός που πρόσφατα έμεινε πίσω, καθώς τον ξεπέρασαν οι εξελίξεις
- ξεπερασμένος νόμος, ξεπερασμένη γλώσσα, τακτική, στρατηγική, ιδεολογία
- το άτομο που έχει μείνει πίσω στον τομέα του (π.χ. τέχνη)
- Ρίντλεϊ Σκοτ: Προφήτης ή ξεπερασμένος;
- Ο Κώστας ό,τι είχε να δώσει στην επιχείρηση το έδωσε, είναι πια ξεπερασμένος
- → δείτε τη λέξη ξεπερνώ